„ξεκουμπίζομαι“: αμετάβατο ρήμα ξεκουμπίζομαι [ksekumˈbizome]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) losziehen losziehen ξεκουμπίζομαι ξεκουμπίζομαι