„ξεκληρίζω“: μεταβατικό ρήμα ξεκληρίζω [ksekliˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) dahinraffen dahinraffen ξεκληρίζω ξεκληρίζω