ξεκλειδώνω
[ksekliˈðono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- aufschließenξεκλειδώνω πόρταξεκλειδώνω πόρτα
- entsperrenξεκλειδώνω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υξεκλειδώνω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ