„ξεκλείδωτος“ ξεκλείδωτος [kseˈkliðotos], ξεκλείδωτη, ξεκλείδωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unverschlossen unverschlossen ξεκλείδωτος ξεκλείδωτος