„ξεκαθαρίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ξεκαθαρίζομαι [ksekaθaˈrizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich aufklären sich aufklären ξεκαθαρίζομαι ξεκαθαρίζομαι