ξεκάνω
[kseˈkano]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-α; -μωμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verscherbelnξεκάνω πουλώ όσο-όσοξεκάνω πουλώ όσο-όσο
- beseitigen, kaltmachen, tötenξεκάνω σκοτώνωξεκάνω σκοτώνω