„ξεκάθαρος“ ξεκάθαρος [kseˈkaθaros], ξεκάθαρη, ξεκάθαροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) eindeutig, klar eindeutig, klar ξεκάθαρος ξεκάθαρος