„ξεθάβω“: μεταβατικό ρήμα ξεθάβω [kseˈθavo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -φτηκα; -μμένος>και | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausgraben ausgraben ξεθάβω ξεθάβω