ξεδιπλώνω
[kseðiˈplono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- auffalten, entfaltenξεδιπλώνω ανοίγωξεδιπλώνω ανοίγω
- ausbreitenξεδιπλώνω στρώνωξεδιπλώνω στρώνω