„ξεδιαλύνω“: μεταβατικό ρήμα ξεδιαλύνω [kseðjaˈlino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) enträtseln, entwirren enträtseln, entwirren ξεδιαλύνω ξεδιαλύνω