„ξεγελιέμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ξεγελιέμαι [ksejeˈʎeme]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich täuschen sich täuschen ξεγελιέμαι ξεγελιέμαι