„ξεγαντζώνομαι“: αμετάβατο ρήμα ξεγαντζώνομαι [kseɣanˈdzonome]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausrasten ausrasten ξεγαντζώνομαι τεχνική | Technikτεχν ξεγαντζώνομαι τεχνική | Technikτεχν