ξαφνιάζω
[ksafˈɲazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- überraschenξαφνιάζω εκπλήσσωξαφνιάζω εκπλήσσω
- ξαφνιάζω προξενώ αμηχανία
Thank you for your feedback!