„ξαποστέλνω“: μεταβατικό ρήμα ξαποστέλνω [ksaposˈtelno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wegschicken wegschicken ξαποστέλνω ξαποστέλνω