„ξανθωπός“ ξανθωπός [ksanθoˈpos], ξανθωπή, ξανθωπόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sandfarben, sandfarbig sandfarben, sandfarbig ξανθωπός ξανθωπός