ξανασκέφτομαι
[ksanaˈskjeftome]αποθετικό ρήμα | Deponens depμεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σκέφτηκα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- überdenken, nachdenken (αιτιατική | Akkusativakk über+αιτιατική | +Akkusativ +akk)ξανασκέφτομαιξανασκέφτομαι