„ξαναρωτώ“: μεταβατικό ρήμα ξαναρωτώ [ksanaroˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) noch einmal fragen noch einmal fragen ξαναρωτώ ξαναρωτώ