„ξαναβλέπω“: μεταβατικό ρήμα ξαναβλέπω [ksanaˈvlepo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είδα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wiedersehen wiedersehen ξαναβλέπω ξαναβλέπω