„ξαλαφρωμένος“ ξαλαφρωμένος [ksalafroˈmenos], ξαλαφρωμένη, ξαλαφρωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) erleichtert erleichtert ξαλαφρωμένος ξαλαφρωμένος