ξήρανση
[ˈksiransi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Trocknenουδέτερο | Neutrum, sächlich nξήρανσηTrockenlegungθηλυκό | Femininum, weiblich fξήρανσηξήρανση
- Austrocknungθηλυκό | Femininum, weiblich fξήρανσηξήρανση