„ξέφωτο“: ουδέτερο ξέφωτο [ˈksefoto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lichtung Lichtungθηλυκό | Femininum, weiblich f ξέφωτο ξέφωτο