„ξάστερος“ ξάστερος [ˈksasteros], ξάστερη, ξάστεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) klar, ehrlich, sternklar stern(en)klar ξάστερος ουρανός, νύχτα ξάστερος ουρανός, νύχτα klar ξάστερος απροσποίητος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ξάστερος απροσποίητος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ehrlich ξάστερος ειλικρινής ξάστερος ειλικρινής