„νότα“: θηλυκό νότα [ˈnota]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Note (Musik-)Noteθηλυκό | Femininum, weiblich f νότα νότα examples νότα αρώματος Duftnoteθηλυκό | Femininum, weiblich f νότα αρώματος