νόσημα
[ˈnosima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Krankheitθηλυκό | Femininum, weiblich fνόσημανόσημα
examples
- αφροδίσιο νόσημαGeschlechtskrankheitθηλυκό | Femininum, weiblich f