„νόμιμα“: επίρρημα νόμιμα [ˈnomima]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) berechtigterweise, loyal berechtigterweise νόμιμα νόμιμα loyal νόμιμα δρω νόμιμα δρω