„νωπός“ νωπός [noˈpos], νωπή, νωπόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) frisch, feucht frisch νωπός φρέσκος νωπός φρέσκος (leicht) feucht νωπός υγρός νωπός υγρός