„νυμφομανής“: θηλυκό νυμφομανής [nimfomaˈnis]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nymphomanin Nymphomaninθηλυκό | Femininum, weiblich f νυμφομανής νυμφομανής