„νυκτερινός“: επίθετο, ως επίθετο νυκτερινός [nikteriˈnos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) νυκτερινός → see „νυχτερινός“ νυκτερινός → see „νυχτερινός“