„ντύσιμο“: ουδέτερο ντύσιμο [ˈdisimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Outfit Outfitουδέτερο | Neutrum, sächlich n ντύσιμο ρούχα ντύσιμο ρούχα