„ντύνω“: μεταβατικό ρήμα ντύνω [ˈdino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) anziehen, ankleiden, kleiden, beziehen anziehen, ankleiden ντύνω βάζω τα ρούχα σε παιδί ντύνω βάζω τα ρούχα σε παιδί kleiden ντύνω διαλέγω τα ρούχα ντύνω διαλέγω τα ρούχα beziehen ντύνω πολυθρόνα με ύφασμα ντύνω πολυθρόνα με ύφασμα