ντόπιος
[ˈdopjos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ντόπια, ντόπιοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- einheimischντόπιος προϊόνντόπιος προϊόν
ντόπιος
[ˈdopjos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)