ντροπιαστικός
[dropjastiˈkos], ντροπιαστική, ντροπιαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- beschämendντροπιαστικόςντροπιαστικός
- verfänglichντροπιαστικός αμήχανοςντροπιαστικός αμήχανος