ντροπαλοσύνη
[dropaloˈsini]θηλυκό | Femininum, weiblich f, ντροπαλότητα [dropaˈlotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schüchternheitθηλυκό | Femininum, weiblich fντροπαλοσύνηSchamhaftigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fντροπαλοσύνηντροπαλοσύνη