ντουλαπάκι
[dulaˈpakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schränkchenουδέτερο | Neutrum, sächlich nντουλαπάκιντουλαπάκι
examples
- ντουλαπάκι αυτοκινήτου αυτοκίνητο | AutoαυτοκHandschuhfachουδέτερο | Neutrum, sächlich n