„ντουέτο“: ουδέτερο ντουέτο [duˈeto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Duett Duettουδέτερο | Neutrum, sächlich n ντουέτο μουσ ντουέτο μουσ