„ντοσιέ“: ουδέτερο ντοσιέ [doˈsje]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ordner (Akten-)Ordnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ντοσιέ ντοσιέ examples ντοσιέ με ελάσματα Schnellhefterαρσενικό | Maskulinum, männlich m ντοσιέ με ελάσματα