„ντιβάνι“: ουδέτερο ντιβάνι [diˈvani]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Liegesofa Liegesofaουδέτερο | Neutrum, sächlich n ντιβάνι είδος κρεβατιού ντιβάνι είδος κρεβατιού