„νούντλς“: πληθυντικός ουδετέρου νούντλς [ˈnudls]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Suppennudel Suppennudelθηλυκό | Femininum, weiblich f νούντλς νούντλς