„Νοτιοευρωπαία“: θηλυκό Νοτιοευρωπαία [notioevroˈpea]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Südeuropäerin Südeuropäerinθηλυκό | Femininum, weiblich f Νοτιοευρωπαία Νοτιοευρωπαία