„νοτιοδυτικός“ νοτιοδυτικός [notioðitiˈkos], νοτιοδυτική, νοτιοδυτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) südwestlich südwestlich νοτιοδυτικός νοτιοδυτικός