νοτιοασιατικός
[notioasjatiˈkos], νοτιοασιατική, νοτιοασιατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, νοτιοασιάτικος [notioaˈsjatikos], νοτιοασιάτικη, νοτιοασιάτικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- südasiatischνοτιοασιατικόςνοτιοασιατικός