νοτιοαμερικανικός
[notioamerikaniˈkos], νοτιοαμερικανική, νοτιοαμερικανικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, νοτιοαμερικάνικος [notioameriˈkanikos], νοτιοαμερικάνικη, νοτιοαμερικάνικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- südamerikanischνοτιοαμερικανικόςνοτιοαμερικανικός