„νοσήλεια“: πληθυντικός ουδετέρου νοσήλεια [noˈsilia]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pflegekosten Pflegekostenπληθυντικός | Plural pl νοσήλεια νοσήλεια