„Νορβηγικά“: πληθυντικός ουδετέρου Νορβηγικά [norvijiˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Norwegisch Norwegischουδέτερο | Neutrum, sächlich n Νορβηγικά Νορβηγικά