νοοτροπία
[nootroˈpia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Mentalitätθηλυκό | Femininum, weiblich fνοοτροπίανοοτροπία
examples
- νοοτροπία άκρατου καταναλωτισμούWegwerfmentalitätθηλυκό | Femininum, weiblich f