„νομιμοποίηση“: θηλυκό νομιμοποίηση [nomimoˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Legalisierung Legalisierungθηλυκό | Femininum, weiblich f νομιμοποίηση νομιμοποίηση