νομικά
[nomiˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl, νομική [nomiˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Rechtswissenschaftenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplνομικάJura χωρίς άρθρονομικάνομικά