„νοικοκύρης“: αρσενικό νοικοκύρης [nikoˈkjiris]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-ηδες> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Hausherr, Hauswirt, Vermieter Hausherrαρσενικό | Maskulinum, männlich m νοικοκύρης οικοδεσπότης νοικοκύρης οικοδεσπότης Hauswirtαρσενικό | Maskulinum, männlich m νοικοκύρης ιδιοκτήτης ακινήτου Vermieterαρσενικό | Maskulinum, männlich m νοικοκύρης ιδιοκτήτης ακινήτου νοικοκύρης ιδιοκτήτης ακινήτου