νοικάρισσα
[niˈkarisa]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Mieterinθηλυκό | Femininum, weiblich fνοικάρισσανοικάρισσα
- Untermieterinθηλυκό | Femininum, weiblich fνοικάρισσα υπενοικιάστριανοικάρισσα υπενοικιάστρια