„νοίκιασμα“: ουδέτερο νοίκιασμα [ˈnikjiazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Vermieten Vermietenουδέτερο | Neutrum, sächlich n νοίκιασμα νοίκιασμα